- υπεξέλευσις
- -εύσεως, ἡ, Μ(κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπεξελεύσεις, τιμωρίας, βασάνους, ἐφευρέσεις».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί ἐπεξέλευσις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπεξέλευσις — punishment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξελεύσεις — ὑπεξέλευσις punishment fem nom/voc pl (attic epic) ὑπεξέλευσις punishment fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξέλευσιν — ὑπεξέλευσις punishment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξελεύσεως — ὑπεξελεύσεω̆ς , ὑπεξέλευσις punishment fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)